Θέατρο , News

Κριτική: Είδαμε "Το Γάλα" του Βασίλη Κατσικονούρη από το Θέατρο Λέξη

Το Θέατρο Λέξη ανεβάζει ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα ελληνικά έργα και το μετατρέπει σε βαθιά εμπειρία

Δημοσιεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 2025

Γράφει ο Μιχάλης Χριστοδούλου

Υπάρχουν παραστάσεις που παρακολουθείς, και υπάρχουν παραστάσεις που σε διαπερνούν. Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη, στην ερμηνευτική και σκηνοθετική ανάγνωση του Θεάτρου Λέξη, ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία.

Είναι ένα έργο που μιλά για τις αθόρυβες πτώσεις των ανθρώπων — εκείνες που δεν αφήνουν θόρυβο, αλλά μόνο μια άηχη ρωγμή μέσα στο σπίτι και στην ψυχή.

Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη, ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά έργα της μεταπολιτευτικής δραματουργίας, ανεβαίνει από το Θέατρο Λέξη σε παραγωγή Γιώργου Τσιάκκα σε μια παράσταση που υπενθυμίζει γιατί αυτό το κείμενο παραμένει τόσο ανθεκτικό στον χρόνο. Ο Κατσικονούρης καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια τη ζωή μιας οικογένειας μεταναστών από την Τυφλίδα της γεωργίας που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, παρακολουθώντας τη βαθιά φθορά που γεννά η ξενότητα, η απώλεια, οι πολιτισμικές συγκρούσεις αλλά και οι προσωπικές αποτυχίες. Στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκεται η εύθραυστη σχέση του Λευτέρη με τη μητέρα και τον αδελφό του, αλλά κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό.

Σε δραματουργικό επίπεδο, το έργο του Κατσικονούρη λειτουργεί σχεδόν σαν μια σύγχρονη τραγωδία χαμηλών τόνων. Οι ήρωες δεν φωνάζουν αλλά πνίγονται. Δεν ζητούν λύτρωση, απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε έναν κόσμο που τους αντιμετωπίζει σαν «ξένους». Οι ρωγμές τους είναι σιωπηλές, αλλά βαθιές: η μητέρα που κουβαλά ενοχές και κουρασμένα όνειρα, ο αδελφός που αναζητά ταυτότητα σε μια χώρα που δεν τον αγκαλιάζει, ο Λευτέρης που ακροβατεί στο όριο μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

Το κείμενο φωτίζει με αριστοτεχνικό τρόπο την έννοια του ξένου, όχι μόνο ως κοινωνική συνθήκη, αλλά ως υπαρξιακή κατάσταση. Αυτό που κάνει το Γάλα τόσο δυνατό, είναι ότι δεν μιλά απλώς για μετανάστες. Μιλά για ανθρώπους που νιώθουν ξένοι μέσα στη δική τους ζωή. Μιλά για τον φόβο, τη μοναξιά, τα καταπιεσμένα συναισθήματα που γίνονται βαρίδια και σπρώχνουν τον άνθρωπο στα άκρα.

Η Μαρίνα Βρόντη αντιλαμβάνεται απόλυτα αυτόν τον πυρήνα και χτίζει μια σκηνοθεσία που όχι μόνο αναδεικνύει τη δραματουργία, την ενισχύει. Η επιλογή του κατάλευκου σκηνικού δεν είναι τυχαία. Το λευκό δεν είναι φως, είναι αποκάλυψη. Είναι η κλινική γυμνότητα της ανθρώπινης ψυχής. Ένα περιβάλλον που θυμίζει προθάλαμο κλινικής ή ψυχιατρικής μονάδας, όπου κάθε γρατζουνιά, κάθε λέξη, κάθε βλέμμα ηχεί πιο δυνατά απ’ ό,τι σε έναν «φυσικό» χώρο.

Το λευκό σκηνικό λειτουργεί σαν ψυχολογικό έδαφος. Εκεί επάνω οι ήρωες αφήνουν τα σημάδια τους. Εκεί γεννιούνται οι φόβοι τους. Εκεί παρακολουθούμε, σχεδόν αμήχανοι, την εσωτερική αποσύνθεση του Λευτέρη.

Ο τρόπος με τον οποίο το σκηνικό καταπίνει τον Λευτέρη στο τέλος δεν είναι μόνο μια σκηνοθετική κορύφωση, είναι μια οπτική μεταφορά της ανθρώπινης κατάρρευσης που δεν βλέπουμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Εκείνης της στιγμής όπου κάποιος χάνεται, όχι επειδή δεν τον αγαπούν, αλλά επειδή δεν έχει πια δύναμη να κρατηθεί.

Ο Βασίλης Χαραλάμπους δίνει μια ερμηνεία που δύσκολα περιγράφεται χωρίς υπερβολές. Απόλυτα καθηλωτικός ο ηθοποιός απογυμνώνεται επί σκηνής και με υποκριτική μαεστρία αποδίδει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της φετινής σεζόν, αλλά και της καριέρας του. Ένας βαθιά μελετημένος στην κάθε του λεπτομέρεια ρόλο αποδίσει με ρεαλισμό και ακρίβεια κάθε κινησιολογικό στοιχείο του ήρωα αλλά και την συναισθηματική του κατάσταση. Είναι σπάνιο ένας ηθοποιός να αποδίδει τόσο πειστικά την ψυχική διαταραχή χωρίς στερεότυπα, αλλά με λεπτότητα, ανθρωπιά και φοβερή ακρίβεια. Η σωματικότητά του, οι μικρές σιωπές, οι εκρήξεις, το βλέμμα που άλλοτε θολώνει και άλλοτε καθαρίζει σαν μαχαιριά — όλα συνθέτουν έναν Λευτέρη που βιώνεται. Μία ανατριχιαστική ερμηνεία που σίγουρα θα θυμόμαστε για καιρό.

Οι υπόλοιποι τρεις ηθοποιοί, η έμπειρη Χριστίνα Παυλίδου, ο εξαίρετος Αντρέας Παπαμιχαλόπουλου, και η νέα Σταυριάνα Καδή στέκονται ισάξιοι συνοδοιπόροι του, δίνουν υπόσταση σε μια οικογένεια που πάλλεται ανάμεσα στη φθορά και στην ανάγκη να κρατηθεί ενωμένη. Η μητέρα, βαθιά κουρασμένη αλλά παλεύοντας ακόμη με την Χριστίνα Παυλίδου να αποδίδει εξαιρετικά τις σιωπές αλλά και τις συναισθηματικές εξάρσεις αυτής της πονεμένης γυναίκας από την Γεωργία.

Ο αδελφός, χαμένος σε έναν κόσμο που απαιτεί προσαρμογή χωρίς να προσφέρει χώρο. Κάθε σκηνή τους λειτουργεί σαν μικρή αποκάλυψη. Ένας αδελφός που καταφερνει να ξεσπάσει όταν πλέον όλα χάνονται και αυτό λειτουργεί ίσως ως προσωπική του σωτηρία.

Σε δραματουργικό επίπεδο, η παράσταση αναδεικνύει έντονα τη σχέση: Μνήμης και ταυτότητας, παρελθόντος και παρόντος, κληρονομημένου τραύματος και προσωπικής ευθύνης, αγάπης και ψυχικής φθοράς. Το Γάλα μιλά για το «ανήκειν» και το «μη ανήκειν», για ανθρώπους που αγωνίζονται να ζήσουν σε μια κοινωνία που δεν τους βλέπει πραγματικά. Μιλά για μια οικογένεια που προσπαθεί να σταθεί όρθια, ενώ όλα γύρω της υπονομεύουν την ισορροπία της.

Ως θεατής, νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι παραπάνω από μια παράσταση. Παρατηρείς μια εσωτερική κατάβαση. Μια τελετουργία φθοράς. Και αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βρόντη και της ομάδας της: το ότι μετατρέπουν ένα ήδη δυνατό κείμενο σε μια εμπειρία που σε ακολουθεί μέρες μετά. Και ναι — χωρίς αμφιβολία — πρόκειται για μία από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς. Μια σπάνια ισορροπία υποκριτικής δύναμης, σκηνοθετικής ευφυΐας, αισθητικού οράματος και δραματουργικού βάθους. Μια παράσταση που σε κάνει να αναμετρηθείς με τον ανθρώπινο πόνο όχι ως θεατής, αλλά ως συνοδοιπόρος των ηρώων της.

Σχετικά

Ατζέντα
November 2025
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1 2
3 4 5 6 7 8 9
10 11 12 13 14 15 16
17 18 19 20 21 22 23
24 25 26 27 28 29 30
Όλη η ατζέντα

Εγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις το email σας!

Eγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις στο email σας!

Close